- περισσόφρων
- περισσόφρωνover-wisemasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισσόφρων — ὁ, ἡ, Α 1. περισσόνους*, πάρα πολύ σώφρων, πολύ συνετός, εξαιρετικά φρόνιμος («ἢ οὐκ οἶσθ , ἀκριβῶς ὢν περισσόφρων, ὅτι...», Αισχύλ.) 2. πάρα πολύ έξυπνος, πνευματώδης, ευφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek
περισσοφρόνων — περισσόφρων over wise masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσόφρονας — περισσόφρων over wise masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek